- διατριπτικός
- διατριπ-τικός, ή, όν,A fit for bruising,
μύρον Ar.Lys.943
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μύρον Ar.Lys.943
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διατριπτικός — διατριπτικός, ή, όν (Α) κατάλληλος για τρίψιμο («οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.) … Dictionary of Greek
διατριπτικόν — διατριπτικός fit for bruising masc acc sg διατριπτικός fit for bruising neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)